- διεθνοποιώ
- διεθνοποίησα, διεθνοποιήθηκα, διεθνοποιημένος, κάνω κάτι διεθνές: Διεθνοποίηση της εργασίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διεθνοποιώ — διεθνοποιώ, διεθνοποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διεθνοποιώ — καθιστώ κάτι διεθνές … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek